Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
περιβρυής
περιβρύχιος
περίβρωσις
περίβρωτος
περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμισμός
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
View word page
περιβύω
to stop up round about, to stuff in all round
ShortDef
to stop up round about, to stuff in all round
Debugging
Headword:
περιβύω
Headword (normalized):
περιβύω
Headword (normalized/stripped):
περιβυω
IDX:
68297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68298
Key:
Data
{'content': 'to stop up round about, to stuff in all round'}