Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίβουνος
περιβραχιόνιον
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
περιβρυής
περιβρύχιος
περίβρωσις
περίβρωτος
περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμισμός
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
View word page
περίβρωτος
ulcerated
ShortDef
ulcerated
Debugging
Headword:
περίβρωτος
Headword (normalized):
περίβρωτος
Headword (normalized/stripped):
περιβρωτος
IDX:
68295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68296
Key:
Data
{'content': 'ulcerated'}