Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιον
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
περιβρυής
περιβρύχιος
περίβρωσις
περίβρωτος
περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμισμός
περιγανόω
View word page
περιβρομέω
buzz about

ShortDef

buzz about

Debugging

Headword:
περιβρομέω
Headword (normalized):
περιβρομέω
Headword (normalized/stripped):
περιβρομεω
IDX:
68290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68291
Key:

Data

{'content': 'buzz about'}