Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιον
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
περιβρυής
περιβρύχιος
περίβρωσις
περίβρωτος
περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμισμός
View word page
περιβρίθω
to be exceeding heavy, droop

ShortDef

to be exceeding heavy, droop

Debugging

Headword:
περιβρίθω
Headword (normalized):
περιβρίθω
Headword (normalized/stripped):
περιβριθω
IDX:
68289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68290
Key:

Data

{'content': 'to be exceeding heavy, droop'}