Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιον
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
View word page
περίβολος
going round, encircling; (subst.) circuit of walls
ShortDef
going round, encircling; (subst.) circuit of walls
Debugging
Headword:
περίβολος
Headword (normalized):
περίβολος
Headword (normalized/stripped):
περιβολος
IDX:
68281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68282
Key:
Data
{'content': 'going round, encircling; (subst.) circuit of walls'}