Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιον
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
View word page
περιβολιβόω
case in lead

ShortDef

case in lead

Debugging

Headword:
περιβολιβόω
Headword (normalized):
περιβολιβόω
Headword (normalized/stripped):
περιβολιβοω
IDX:
68280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68281
Key:

Data

{'content': 'case in lead'}