Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄναψις
ἀναψοφέω
ἀναψυκτήρ
ἀνάψυξις
ἀναψυχή
ἀναψύχω
ἀνδαβάτης
ἁνδάνω
ἀνδέρω
ἄνδημα
ἀνδηρευτής
ἄνδηρον
ἀνδίκτης
ἄνδιχα
ἀνδοκεία
ἀνδοκιάρχης
Ἀνδοκίδης
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
View word page
ἀνδηρευτής
workman employed on dikes
ShortDef
workman employed on dikes
Debugging
Headword:
ἀνδηρευτής
Headword (normalized):
ἀνδηρευτής
Headword (normalized/stripped):
ανδηρευτης
IDX:
6827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6828
Key:
Data
{'content': 'workman employed on dikes'}