Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
View word page
περιβοθρόομαι
have a trench dug round

ShortDef

have a trench dug round

Debugging

Headword:
περιβοθρόομαι
Headword (normalized):
περιβοθρόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιβοθροομαι
IDX:
68275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68276
Key:

Data

{'content': 'have a trench dug round'}