Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
View word page
περιβόητος
noised abroad, much talked of, famous

ShortDef

noised abroad, much talked of, famous

Debugging

Headword:
περιβόητος
Headword (normalized):
περιβόητος
Headword (normalized/stripped):
περιβοητος
IDX:
68274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68275
Key:

Data

{'content': 'noised abroad, much talked of, famous'}