Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
περιβομβέω
View word page
περιβοάω
defame

ShortDef

defame

Debugging

Headword:
περιβοάω
Headword (normalized):
περιβοάω
Headword (normalized/stripped):
περιβοαω
IDX:
68272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68273
Key:

Data

{'content': 'defame'}