Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περίβολος
View word page
περιβλύζω
boil
ShortDef
boil
Debugging
Headword:
περιβλύζω
Headword (normalized):
περιβλύζω
Headword (normalized/stripped):
περιβλυζω
IDX:
68271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68272
Key:
Data
{'content': 'boil'}