Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
View word page
περίβληχρος
very weak
ShortDef
very weak
Debugging
Headword:
περίβληχρος
Headword (normalized):
περίβληχρος
Headword (normalized/stripped):
περιβληχρος
IDX:
68270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68271
Key:
Data
{'content': 'very weak'}