Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
View word page
περιβλητικός
fit for amplifying

ShortDef

fit for amplifying

Debugging

Headword:
περιβλητικός
Headword (normalized):
περιβλητικός
Headword (normalized/stripped):
περιβλητικος
IDX:
68269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68270
Key:

Data

{'content': 'fit for amplifying'}