Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
Περίβοια
περιβολάδιον
περιβόλαιον
View word page
περίβλησις
putting round, enwrapping

ShortDef

putting round, enwrapping

Debugging

Headword:
περίβλησις
Headword (normalized):
περίβλησις
Headword (normalized/stripped):
περιβλησις
IDX:
68268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68269
Key:

Data

{'content': 'putting round, enwrapping'}