Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόητος
περιβοθρόομαι
View word page
περιβλέπω
to look round about, gaze around

ShortDef

to look round about, gaze around

Debugging

Headword:
περιβλέπω
Headword (normalized):
περιβλέπω
Headword (normalized/stripped):
περιβλεπω
IDX:
68265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68266
Key:

Data

{'content': 'to look round about, gaze around'}