Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
View word page
περίβλεπτος
looked at from all sides, admired of all observers
ShortDef
looked at from all sides, admired of all observers
Debugging
Headword:
περίβλεπτος
Headword (normalized):
περίβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
περιβλεπτος
IDX:
68263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68264
Key:
Data
{'content': 'looked at from all sides, admired of all observers'}