Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
View word page
περιβλεπτικός
circumspect
ShortDef
circumspect
Debugging
Headword:
περιβλεπτικός
Headword (normalized):
περιβλεπτικός
Headword (normalized/stripped):
περιβλεπτικος
IDX:
68262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68263
Key:
Data
{'content': 'circumspect'}