Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
View word page
περιβλαστάνω
grow round about

ShortDef

grow round about

Debugging

Headword:
περιβλαστάνω
Headword (normalized):
περιβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
περιβλαστανω
IDX:
68261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68262
Key:

Data

{'content': 'grow round about'}