Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
View word page
περιβιόω
to survive

ShortDef

to survive

Debugging

Headword:
περιβιόω
Headword (normalized):
περιβιόω
Headword (normalized/stripped):
περιβιοω
IDX:
68260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68261
Key:

Data

{'content': 'to survive'}