Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
View word page
περιβιβρώσκω
gnaw all round

ShortDef

gnaw all round

Debugging

Headword:
περιβιβρώσκω
Headword (normalized):
περιβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
περιβιβρωσκω
IDX:
68259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68260
Key:

Data

{'content': 'gnaw all round'}