Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
View word page
περιβιβάζω
put astride, mount

ShortDef

put astride, mount

Debugging

Headword:
περιβιβάζω
Headword (normalized):
περιβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
περιβιβαζω
IDX:
68258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68259
Key:

Data

{'content': 'put astride, mount'}