Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
View word page
περιβιάζομαι
use great force

ShortDef

use great force

Debugging

Headword:
περιβιάζομαι
Headword (normalized):
περιβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιβιαζομαι
IDX:
68257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68258
Key:

Data

{'content': 'use great force'}