Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
View word page
περιβεβλημένως
diffusely
ShortDef
diffusely
Debugging
Headword:
περιβεβλημένως
Headword (normalized):
περιβεβλημένως
Headword (normalized/stripped):
περιβεβλημενως
IDX:
68256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68257
Key:
Data
{'content': 'diffusely'}