Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
View word page
περίβασις
going round, circuit

ShortDef

going round, circuit

Debugging

Headword:
περίβασις
Headword (normalized):
περίβασις
Headword (normalized/stripped):
περιβασις
IDX:
68255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68256
Key:

Data

{'content': 'going round, circuit'}