Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
View word page
περίβαρυς
exceeding heavy
ShortDef
exceeding heavy
Debugging
Headword:
περίβαρυς
Headword (normalized):
περίβαρυς
Headword (normalized/stripped):
περιβαρυς
IDX:
68254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68255
Key:
Data
{'content': 'exceeding heavy'}