Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
View word page
περιβάλλω
to throw round
ShortDef
to throw round
Debugging
Headword:
περιβάλλω
Headword (normalized):
περιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
περιβαλλω
IDX:
68252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68253
Key:
Data
{'content': 'to throw round'}