Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
View word page
περιβάδην
astride

ShortDef

astride

Debugging

Headword:
περιβάδην
Headword (normalized):
περιβάδην
Headword (normalized/stripped):
περιβαδην
IDX:
68250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68251
Key:

Data

{'content': 'astride'}