Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
View word page
περιαυχένιος
put round the neck

ShortDef

put round the neck

Debugging

Headword:
περιαυχένιος
Headword (normalized):
περιαυχένιος
Headword (normalized/stripped):
περιαυχενιος
IDX:
68248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68249
Key:

Data

{'content': 'put round the neck'}