Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
View word page
περιαυτολογικός
boastful

ShortDef

boastful

Debugging

Headword:
περιαυτολογικός
Headword (normalized):
περιαυτολογικός
Headword (normalized/stripped):
περιαυτολογικος
IDX:
68247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68248
Key:

Data

{'content': 'boastful'}