Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
View word page
περιαυτίζομαι
to be busy about oneself, brag

ShortDef

to be busy about oneself, brag

Debugging

Headword:
περιαυτίζομαι
Headword (normalized):
περιαυτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαυτιζομαι
IDX:
68244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68245
Key:

Data

{'content': 'to be busy about oneself, brag'}