Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
περιβαρίδες
View word page
περίαυλον
courtyard, enclosure

ShortDef

courtyard, enclosure

Debugging

Headword:
περίαυλον
Headword (normalized):
περίαυλον
Headword (normalized/stripped):
περιαυλον
IDX:
68243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68244
Key:

Data

{'content': 'courtyard, enclosure'}