Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
περιβάλλω
View word page
περιαύλισμα
enclosure
ShortDef
enclosure
Debugging
Headword:
περιαύλισμα
Headword (normalized):
περιαύλισμα
Headword (normalized/stripped):
περιαυλισμα
IDX:
68242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68243
Key:
Data
{'content': 'enclosure'}