Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περιαχυρίζω
περιβάδην
περιβαίνω
View word page
περιαυθαδίζομαι
to be exceeding wilful

ShortDef

to be exceeding wilful

Debugging

Headword:
περιαυθαδίζομαι
Headword (normalized):
περιαυθαδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαυθαδιζομαι
IDX:
68241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68242
Key:

Data

{'content': 'to be exceeding wilful'}