Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
View word page
περιαυγέομαι
to be surrounded with light
ShortDef
to be surrounded with light
Debugging
Headword:
περιαυγέομαι
Headword (normalized):
περιαυγέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαυγεομαι
IDX:
68238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68239
Key:
Data
{'content': 'to be surrounded with light'}