Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
View word page
περιαύγασμα
encircling gleam

ShortDef

encircling gleam

Debugging

Headword:
περιαύγασμα
Headword (normalized):
περιαύγασμα
Headword (normalized/stripped):
περιαυγασμα
IDX:
68235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68236
Key:

Data

{'content': 'encircling gleam'}