Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
View word page
περιατμισμός
steaming
ShortDef
steaming
Debugging
Headword:
περιατμισμός
Headword (normalized):
περιατμισμός
Headword (normalized/stripped):
περιατμισμος
IDX:
68233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68234
Key:
Data
{'content': 'steaming'}