Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
View word page
περιασχολέω
to be busy about a thing

ShortDef

to be busy about a thing

Debugging

Headword:
περιασχολέω
Headword (normalized):
περιασχολέω
Headword (normalized/stripped):
περιασχολεω
IDX:
68232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68233
Key:

Data

{'content': 'to be busy about a thing'}