Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιάπτω
περιαράσσω
περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγής
περίαυγος
View word page
περιασπάζομαι
embrace

ShortDef

embrace

Debugging

Headword:
περιασπάζομαι
Headword (normalized):
περιασπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιασπαζομαι
IDX:
68230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68231
Key:

Data

{'content': 'embrace'}