Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίαπτον
περίαπτος
περιάπτω
περιαράσσω
περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
View word page
περιασθμαίνω
breathe round

ShortDef

breathe round

Debugging

Headword:
περιασθμαίνω
Headword (normalized):
περιασθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
περιασθμαινω
IDX:
68228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68229
Key:

Data

{'content': 'breathe round'}