Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαπλόω
περιαποστέλλω
περιαπτέον
περίαπτον
περίαπτος
περιάπτω
περιαράσσω
περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
View word page
περιάροσις
ploughing round

ShortDef

ploughing round

Debugging

Headword:
περιάροσις
Headword (normalized):
περιάροσις
Headword (normalized/stripped):
περιαροσις
IDX:
68225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68226
Key:

Data

{'content': 'ploughing round'}