Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιανθής
περιανίστημι
περιανοίγω
περιαντλέω
περιαντλητέον
περιαπλόω
περιαποστέλλω
περιαπτέον
περίαπτον
περίαπτος
περιάπτω
περιαράσσω
περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
View word page
περιάπτω
to tie, fasten, hang about
ShortDef
to tie, fasten, hang about
Debugging
Headword:
περιάπτω
Headword (normalized):
περιάπτω
Headword (normalized/stripped):
περιαπτω
IDX:
68220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68221
Key:
Data
{'content': 'to tie, fasten, hang about'}