Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Περίανδρος
περιανθέω
περιανθής
περιανίστημι
περιανοίγω
περιαντλέω
περιαντλητέον
περιαπλόω
περιαποστέλλω
περιαπτέον
περίαπτον
περίαπτος
περιάπτω
περιαράσσω
περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περιαρτάω
περιασθμαίνω
View word page
περίαπτον
amulet, ornament
ShortDef
amulet, ornament
Debugging
Headword:
περίαπτον
Headword (normalized):
περίαπτον
Headword (normalized/stripped):
περιαπτον
IDX:
68218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68219
Key:
Data
{'content': 'amulet, ornament'}