Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
περιάμφοδος
περιαναγκάζω
Περίανδρος
περιανθέω
περιανθής
περιανίστημι
περιανοίγω
περιαντλέω
περιαντλητέον
περιαπλόω
περιαποστέλλω
View word page
περιάμφοδος
having a way all round it

ShortDef

having a way all round it

Debugging

Headword:
περιάμφοδος
Headword (normalized):
περιάμφοδος
Headword (normalized/stripped):
περιαμφοδος
IDX:
68206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68207
Key:

Data

{'content': 'having a way all round it'}