Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
περιάμφοδος
περιαναγκάζω
Περίανδρος
περιανθέω
περιανθής
περιανίστημι
View word page
περιαμπέχω
to put round about

ShortDef

to put round about

Debugging

Headword:
περιαμπέχω
Headword (normalized):
περιαμπέχω
Headword (normalized/stripped):
περιαμπεχω
IDX:
68201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68202
Key:

Data

{'content': 'to put round about'}