Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
περιάμφοδος
περιαναγκάζω
Περίανδρος
περιανθέω
View word page
περίαμμα
anything worn about one, an amulet
ShortDef
anything worn about one, an amulet
Debugging
Headword:
περίαμμα
Headword (normalized):
περίαμμα
Headword (normalized/stripped):
περιαμμα
IDX:
68199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68200
Key:
Data
{'content': 'anything worn about one, an amulet'}