Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἄγος2
ἀγοστός
ἄγουρος
ἄγρα
Ἄγρα
Ἀγραϊκός
Ἀγραῖος
ἀγραῖος
Ἀγραΐς
View word page
ἀγός
a leader, chief

ShortDef

a leader, chief

Debugging

Headword:
ἀγός
Headword (normalized):
ἀγός
Headword (normalized/stripped):
αγος
IDX:
681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-682
Key:

Data

{'content': 'a leader, chief'}