Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
περιάμφοδος
περιαναγκάζω
View word page
περιαμαρτίζω
make a sin-offering

ShortDef

make a sin-offering

Debugging

Headword:
περιαμαρτίζω
Headword (normalized):
περιαμαρτίζω
Headword (normalized/stripped):
περιαμαρτιζω
IDX:
68197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68198
Key:

Data

{'content': 'make a sin-offering'}