Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
View word page
περιαλουργός
with purple all round

ShortDef

with purple all round

Debugging

Headword:
περιαλουργός
Headword (normalized):
περιαλουργός
Headword (normalized/stripped):
περιαλουργος
IDX:
68195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68196
Key:

Data

{'content': 'with purple all round'}