Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
View word page
περιάλλομαι
leap around
ShortDef
leap around
Debugging
Headword:
περιάλλομαι
Headword (normalized):
περιάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαλλομαι
IDX:
68192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68193
Key:
Data
{'content': 'leap around'}