Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέχω
View word page
περιαλλόκαυλος
twining around other plants

ShortDef

twining around other plants

Debugging

Headword:
περιαλλόκαυλος
Headword (normalized):
περιαλλόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
περιαλλοκαυλος
IDX:
68191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68192
Key:

Data

{'content': 'twining around other plants'}